- ὑπερέφθιτο
- ὑπερφθίνομαιdie forplup ind mp 3rd sgὑπερφθίνομαιdie foraor ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερφθίνομαι — Α πεθαίνω υπερασπίζοντας κάποιον, πεθαίνω για κάποιον («ὑπερέφθιτο πατρός», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φθίνομαι «πεθαίνω, καταστρέφομαι»] … Dictionary of Greek